- αινώ
- (-έω) (Α αἰνῶ)(νεοελλ.-μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις»αρχ.1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ3. συνιστώ, συμβουλεύω4. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ5. υπόσχομαι, τάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αἰνῶ παράγεται από το αἶνος*. Αντίθετα προς τη μεγάλη παραγωγικότητα τού ρ. αἰνῶ στην αρχαία, που έδωσε τα σύνθετα συν-αινῶ, δι-αινῶ, κατ-αινῶ (και συγκαταινῶ) και κυρίως τα ἐπαινῶ και παραινῶ με πλήθος περαιτέρω συνθέσεων (ἐπαινῶ: συν-επαινῶ, προ-ε-παινῶ, ὑπερ-επαινῶ, προσ-επαινῶ, ἀντ-ε-παινῶ και παρ-αινῶ: ἀντι-παραινῶ, συμ-παραινῶ, προ-παραινῶ, προσ-παραινῶ), η Νέα Ελληνική διατήρησε κυρίως τα επαινώ (και υπερ-επαινώ, λιγότερο το αντ-επαινώ), και συναινώ, με περιορισμένη χρήση τού παραινώ.ΠΑΡ. αρχ. αἴνεσις, aἰνέτης.ΣΥΝΘ. επαινώ, παραινώ, συναινώαρχ.διαινῶ, καταινῶ].
Dictionary of Greek. 2013.